- σκορπιόδηκτος
- σκορπιό-δηκτος, ον,A stung by a scorpion, Dsc.1.4 codd. (-πληκτος Wellm., cf. cap.6), Gp.12.13.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν δάγκωσε το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
σκορπιοδήκτοις — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοδήκτους — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιοδήκτων — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπιόδηκτα — σκορπιόδηκτος stung by a scorpion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)